ασυννέφιαστος — η, ο 1. (για τον ουρανό) ανέφελος, αίθριος, καθαρός 2. αυτός που δεν αντιμετωπίζει προβλήματα ή στενοχώριες, νηφάλιος 3. (για τη ζωή) ευτυχισμένος, χαρούμενος … Dictionary of Greek
άγνεφος — (I) η, ο βλ. άγνευτος. (II) η, ο [νέφος] αυτός που δεν έχει σύννεφα, ασυννέφιαστος, ανέφελος … Dictionary of Greek
ανέφελος — η, ο (Α ἀνέφελος, ον) ασυννέφιαστος, ξάστερος νεοελλ. μτφ. γαλήνιος, ήρεμος, αισιόδοξος αρχ. μτφ. αυτός που δεν μπορεί να μείνει κρυμμένος, ο φανερός … Dictionary of Greek
ασυννεφής — ἀσυννεφής, ές (AM) [συννεφής] ασυννέφιαστος αρχ. (για τον άνεμο) που δεν φέρνει σύννεφα … Dictionary of Greek
άγνεφος — άγνεφος, η, ο και αγνέφαλος, η, ο χωρίς σύννεφα, ασυννέφιαστος: Άγνεφος ουρανός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανέφελος — η, ο ασυννέφιαστος, ξάστερος, ευτυχής: Για το γάμο τους τους ευχήθηκε βίο ανέφελο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)