ασυννέφιαστος

ασυννέφιαστος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δε σκεπάστηκε με σύννεφα, ανέφελος, ξάστερος: Τη μέρα εκείνη ο ουρανός ήταν ασυννέφιαστος.
2. αυτός που δεν έχει στενοχώριες, ήρεμος, γαλήνιος: Πέρασαν οι δυο τους μια ζωή ασυννέφιαστη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ασυννέφιαστος — η, ο 1. (για τον ουρανό) ανέφελος, αίθριος, καθαρός 2. αυτός που δεν αντιμετωπίζει προβλήματα ή στενοχώριες, νηφάλιος 3. (για τη ζωή) ευτυχισμένος, χαρούμενος …   Dictionary of Greek

  • άγνεφος — (I) η, ο βλ. άγνευτος. (II) η, ο [νέφος] αυτός που δεν έχει σύννεφα, ασυννέφιαστος, ανέφελος …   Dictionary of Greek

  • ανέφελος — η, ο (Α ἀνέφελος, ον) ασυννέφιαστος, ξάστερος νεοελλ. μτφ. γαλήνιος, ήρεμος, αισιόδοξος αρχ. μτφ. αυτός που δεν μπορεί να μείνει κρυμμένος, ο φανερός …   Dictionary of Greek

  • ασυννεφής — ἀσυννεφής, ές (AM) [συννεφής] ασυννέφιαστος αρχ. (για τον άνεμο) που δεν φέρνει σύννεφα …   Dictionary of Greek

  • άγνεφος — άγνεφος, η, ο και αγνέφαλος, η, ο χωρίς σύννεφα, ασυννέφιαστος: Άγνεφος ουρανός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανέφελος — η, ο ασυννέφιαστος, ξάστερος, ευτυχής: Για το γάμο τους τους ευχήθηκε βίο ανέφελο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”